- πρόδομα
- -όματος, τὸ, Α [προδίδωμι]χρηματικό ποσό που δίνεται ως προκαταβολή, καπάρο («σπουδάζων περὶ τὸ πρόδομα μᾱλλον ἢ τὸν μισθόν», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόδομα — that which is given in advance neut nom/voc/acc sg πρόδομον chamber entered immediately from the fore court neut nom/voc/acc pl πρόδομος 2 before the house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδόματα — πρόδομα that which is given in advance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδομάτιον — τὸ, Α [πρόδομα, ατος] (κατά τον Ησύχ.) προκαταβολή, πρόδομα* … Dictionary of Greek
προδοματικός — ή, όν, Α [πρόδομα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκαταβολή 2. αυτός που γίνεται με προκαταβολή («εἰς ἀπόδοσιν προδοματικῆς μισθώσεως», πάπ.) 3. αυτός που προκαταβάλλεται («προδοματικοῡ μισθοῡ», πάπ.) … Dictionary of Greek
πρόδοσις — όσεως, ἡ, Α [προδίδωμι] 1. το πρόδομα* («δωρειὰς καὶ προδόσεις δοὺς ἑκάστῳ αὐτῶν μεγάλας», Δημοσθ.) 2. η προδοσία («οἷς ἂν προδόσεως αἰτίαν ἐπιφέρων τις εἰς δικαστήριον ἄγη», Πλάτ.) 3. φρ. «προδόσει πίνειν» πίνω με πίστωση … Dictionary of Greek